- κοπωδέστερον
- κοπώδηςwearyingadverbial compκοπώδηςwearyingmasc acc comp sgκοπώδηςwearyingneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπώδης — κοπώδης, ες (Α) [κόπος] 1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος 2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτι («κοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.) 3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.) 4. (με παθ. σημ.)… … Dictionary of Greek